- αδοβατης
- ᾁδοβάτηςᾁδο-βάτης2сошедший в Гадес
(πολλοὴ φῶτες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πολλοὴ φῶτες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αδοβάτης — ᾀδοβάτης, ο (Α) αυτός που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στον άδη (σε διόρθωση τού Passow αντί «αγδαβάται» στην τραγωδία τού Αισχύλου Πέρσαι, στίχ. 924). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + βαίνω] … Dictionary of Greek
αδοφοίτης — ἀδοφοίτης, ο (Α) αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ] … Dictionary of Greek